2 δράστης, -ου
• Alolema(s): dór. δράστας Pi.P.4.287


fugitivo οἷά τε δ. φεύξετ' ἄφαντος Orac.Sib.4.119, Hsch.s.u. δρᾶσται
subst. ὁ δ. esclavo θεράπων δὲ οἱ, οὐ δ. ὀπαδεῖ Pi.l.c.